- πάνδημος
- Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας, ο Αθήναιος μάλιστα αναφέρει ότι τελούσαν και γιορτή προς τιμή της. Ο Πλάτωνας τη θεωρεί θεά διαφορετική ως πρόσωπο από εκείνην του δωδεκάθεου (Ουρανία), κόρη του Δία και της Διώνης.
* * *-η, -ο / πάνδημος και δωρ. τ. πάνδαμος, -ον, ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαόνεοελλ.αυτός που επιτελείται ή εκδηλώνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλλαϊκός («πάνδημο συλλαλητήριο»)αρχ.1. κοινός, συνήθης, λαϊκός («πάνδημος λέξις» — κοινή, χυδαία λέξη, Φιλόδ.)2. καθολικός, γενικός3. (για νόσο) πανδημικός4. προσωνυμία τού Διός στην Αθήνα5. (το θηλ. προσωνυμία τής Αφροδίτης, σε αντιδιαστολή προς την ουρανία Αφροδίτη6. φρ. α) «πάνδημος πόλις» — ολόκληρος ο λαός τής πόλεωςβ) «πάνδημος στρατός» — ολόκληρη η στρατιωτική δύναμη μιας χώραςγ) «πάνδημος ἔρως» — ο κοινός, ο χυδαίος, ο σαρκικός έρωτας, σε αντιδιαστολή προς τον ουράνιοδ) «πάνδημοι ἐρασταί» — οι εραστές πολλών ατόμων, οι κοινοί, οι δημόσιοι εραστές.επίρρ...πανδήμως ΝΜΑμε τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, πανδημεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + δῆμος (πρβλ. από-δημος)].
Dictionary of Greek. 2013.